Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Τι σημαίνει να μένεις με τον Μουτζούρη στο χέρι και χωρίς συμφωνία...

Προφανώς για πολλά πράγματα δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις... Κυρίως όμως δεν είναι διόλου εύκολη η θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. 
Επίσης δεν είναι διόλου εύκολο να αποφασίσει κάποιος ότι χτυπά την γροθιά στο τραπέζι συζητώντας για τα δευτερεύοντα την στιγμή που επαπειλείται ο γεωπολιτικός ακρωτηριασμός της χώρας, σε ένα περιβάλλον που το διεθνές δίκαιο παραμορφώνεται έως και βιάζεται προκλητικά...


Ας επαναλάβουμε λοιπόν τα αυτονόητα…
Οι εκτιμήσεις μας για την ελληνοϊταλική συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ, είναι κατά βάσην πολιτικές. Αυτό σημαίνει πως προσπαθούμε να αξιολογήσουμε το πνεύμα και τα κεντρικά σημεία που την αφορούν, αδυνατώντας να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες και στις ειδικές προβλέψεις που τις προσδιορίζουν. Όταν δοθεί στην δημοσιότητα το πλήρες κείμενο, προφανώς θα επανέλθουμε και δεν αποκλείεται ακόμη και να αναθεωρήσουμε εκτιμήσεις.

Η Ελλάδα σύρθηκε στην συγκεκριμένη διαπραγμάτευση και εν τέλει στην υπογραφή της συγκεκριμένης συμφωνίας, υπό την πίεση των εξελίξεων και καλούμενη να πληρώσει το τίμημα της προκλητικής αμέλειας την οποία επέδειξε τα χρόνια που μεσολάβησαν. Το συγκριτικό πλεονέκτημα που είχε να προβεί σε μια διαφορετική διαχείριση μετά το 1992, και με δεδομένο ότι προϋπήρχε ήδη από το 1977 η συμφωνία για την Υφαλοκρηπίδα, το θυσίασε μόνη της στο βωμό της αναβλητικότητας και του απαράδεκτου ωχαδερφισμού τον οποίο επέδειξε διαχρονικά. Στην τρέχουσα ιστορική εποχή, το απολεσθέν συγκριτικό πλεονέκτημα, ΔΕΝ ανακτάται…

Το πιεστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο υπεγράφη η συγκεκριμένη συμφωνία, το προσδιορίζουν πολύ συγκεκριμένα δεδομένα και...
πιεστικές εξελίξεις που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν. Τέτοια είναι…
  • Το τουρκολιβυκό σύμφωνο, σε συνάρτηση με την αποδεδειγμένη ετοιμότητα και αποφασιστικότητα της Τουρκίας να το εργαλειοποιήσει ως όχημα παραγωγής συγκεκριμένων και πολλαπλών γεωπολιτικών αποτελεσμάτων σε ολόκληρη την ΝΑ Μεσόγειο…
  • Η κατάρριψη της σχετικής Ελληνοαλβανικής συμφωνίας του 2009 από το αλβανικό Συνταγματικό δικαστήριο, και η ευθεία εμπλοκή της Τουρκίας η οποία χρησιμοποιεί και εν πολλοίς υπαγορεύει τις αποφάσεις της Αλβανικής ηγεσίας προσβλέποντας στην δημιουργία ενός τόξου θαλασσίου ελέγχου και προβολής ισχύος από τον Αυλώνα μέχρι την Τρίπολη…
  • Η αυτοπαγίδευσή της στο φιάσκο του Βερολίνου, την κρίσιμη στιγμή που έπρεπε να διεκδικήσει ρόλο πρωταγωνιστικό για λογαριασμό του Δικαίου της και για την αποτροπή των επιχειρούμενων τετελεσμένων.
Μέσα σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον, ομοίως πιεστικά είναι και τα διλήμματα τα οποία ενσωματώνονται μοιραία σε μια τέτοια διαπραγμάτευση.
  • Επιδιώκουμε ως χώρα να τελεσφορήσει προσβλέποντας στην αξιοποίηση του γεωπολιτικού κεφαλαίου που δημιουργεί σε ένα περιβάλλον πολλαπλών εκκρεμοτήτων αλλά και απειλών στο οποίο μας ενδιαφέρει να τροποποιηθούν άμεσα οι όροι και η κατανομή ευθυνών στους λοιπούς δρώντες ή παραπέμπουμε στις καλένδες το όλο ζήτημα με την άνεση αυτού που διαθέτει ως σύμμαχο τον χρόνο (τον οποίον βεβαίως εμείς ΔΕΝ διαθέτουμε);
  • Ιεραρχούμε ως σημαντική παράμετρο της συμφωνίας την αναγνώριση ΑΟΖ και στα νησιά με βάση τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου ή επιλέγουμε να διατηρήσουμε το ανεπιβεβαίωτο αυτής της παραδοχής μέσα ΚΑΙ από μια τέτοια συμφωνία, θυσιάζοντας ουσιαστικά το γεωπολιτικό της κεφάλαιο, αν δεν διασφαλιστεί προηγουμένως η ανατροπή της πρόβλεψης για μειωμένη επήρεια των Διαποντίων νήσων (70%) και των Στροφάδων (32%) την οποία όμως έχουμε προσυπογράψει ήδη με την συμφωνία του 1977;
  • Θυσιάζουμε την προοπτική διασφάλισης μιας συμφωνίας με μια Ιταλία που έτσι κι αλλιώς αλληθωρίζει ποικιλότροπα, αρνούμενοι να συμπεριλάβουμε την δυνατότητα για ελεγχόμενα αλιευτικά δικαιώματα των Ιταλών μεταξύ των 12 και 6 ναυτικών μιλίων ή τα τινάζουμε όλα στον αέρα μένοντας στο προηγούμενο καθεστώς με τον Μουτζούρη στο χέρι ΚΑΙ χωρίς συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες, αλλά ΚΑΙ με ΜΗ ελεγχόμενη αλιευτική παρουσία των Ιταλών στην ίδια θαλάσσια ζώνη;
Προφανώς δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις... Κυρίως όμως δεν είναι διόλου εύκολη η θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Επίσης δεν είναι διόλου εύκολο να αποφασίσει κάποιος ότι χτυπά την γροθιά στο τραπέζι συζητώντας για τα δευτερεύοντα την στιγμή που επαπειλείται ο γεωπολιτικός ακρωτηριασμός της χώρας, σε ένα περιβάλλον που το διεθνές δίκαιο παραμορφώνεται έως και βιάζεται προκλητικά.

Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος…
Όλων αυτών που ισχυρίζονται, ότι η προσυπογραφή αυτής της συμφωνίας με αυτές τις εκπτώσεις στα κυριαρχικά μας δικαιώματα, ανοίγει την όρεξη των γειτόνων για να απαιτήσουν αντίστοιχες «εκπτώσεις» στην όποια μελλοντική ή τρέχουσα διαπραγμάτευση.

Δεν είναι αβάσιμη αυτή η συλλογιστική. Αλλά και εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ορισμένα κρίσιμα αλλά σε κάθε περίπτωση πραγματικά δεδομένα.

Μιλάμε για διαπραγμάτευση. Επομένως δεν μιλάμε για δεδομένα. Επομένως οτιδήποτε συμπεριλαμβάνεται σε μια διμερή συμφωνία, η ύπαρξη του οποίου υπαγορεύτηκε ακόμη και από σκοπιμότητες, δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως τετελεσμένο για κανέναν τρίτο.

Στο πλαίσιο αυτής της διαπραγμάτευσης, απέναντι σε κάποιους (πχ Αλβανία) η Ελλάδα διαθέτει εργαλεία αποτελεσματικής πίεσης για να επιβάλει την απόλυτη συμμόρφωση με τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου και να τις καταστήσει αδιαπραγμάτευτες. Ενώ απέναντι σε κάποιους άλλους (πχ Αίγυπτος) υπάρχει η αμοιβαιότητα στρατηγικών συμφερόντων που θα πρέπει να εργαλειοποιηθεί στο πλαίσιο μιας παραγωγικής διπλωματικής διαχείρισης, η οποία μπορεί να αμβλύνει πιθανολογούμενες «εκπτώσεις», αξιολογώντας πάντα τα πρωτεύοντα και τα δευτερεύοντα συμφέροντα, πριν ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις.

Υπάρχουν βέβαια και οι τρίτοι (εν προκειμένω η Τουρκία) και η στάση της χώρας απέναντί τους, θα πρέπει να προσβλέπει πρωτίστως στην τροποποίηση των όρων του παιχνιδιού. Και τροποποίηση των όρων του παιχνιδιού σημαίνει στρατηγική διαχείριση στο πλαίσιο της οποίας η έννοια της «ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΣΗΣ» αποκτά αυξημένο ειδικό βάρος.

Αυτά βέβαια αφορούν στο μέλλον…. Στο όποιο μέλλον.
Διότι το οδυνηρό παρόν, έχει φυτέψει απέναντι στην χώρα μας το τουρκολιβυκό τερατούργημα, το οποίο συνιστά αντικειμενικά την πρώτη προτεραιότητα της χώρας. Οι τρόποι για να ξεδοντιαστεί δεν είναι πολλοί. Προεξάρχουσα θέση σε αυτούς κατέχει το όποιο διπλωματικοπολιτικό ισοδύναμό του.

Και η Ελληνοϊταλική συμφωνία είναι εκ των πραγμάτων ένα ισοδύναμο ΝΟΜΙΜΟ μέγεθος. Η νομιμότητά της, μέσα από την οποία επισημοποιείται και  διμερώς η αναγνώριση ΑΟΖ στα νησιά, μοιραία συμβάλει στην ακύρωση του τουρκικού αφηγήματος που ροκανίζει την Κρήτη, και αυτό συνιστά από τυπική τουλάχιστον άποψη, στρατηγικό πλήγμα, η αξία του οποίου δεν απομειώνεται στο όνομα καμιάς μίζερης προσέγγισης των συμπεφωνηθέντων.

Κομβικού ενδιαφέροντος βέβαια ζήτημα είναι το Καστελλόριζο
Η Ελλάδα προφανώς δεν υποχρεούται για λόγους ΚΑΙ τυπικούς αλλά ΚΑΙ ουσιαστικούς να αποδεχτεί οποιανδήποτε απομείωση της επηρειάς του. Καμία προγενέστερη συμφωνία για Υφαλοκρηπίδα δεν την προέβλεψε… Και καμία μεταγενέστερη συμφωνία, σε ότι και αν αφορά, δεν υποχρεώνει την χώρα μας να την αποδεχτεί.

Γι’ αυτό τονίσαμε και χθες πως: «Το άλλοθι του 1977 δεν μπορεί να μεταφερθεί ως πρόσχημα για το Καστελλόριζο το 2020, διότι τότε δεν θα συνιστά άλλοθι αλλά πράξη Εθνικής Μειοδοσίας».

Το τι θα κάνει τελικά η κυβέρνηση προφανώς δεν είναι δεδομένο…
Η δουλοπρεπής στάση του παρελθόντος, δεν παραπέμπει σε πολιτικό προσωπικό αποφασισμένο να αντικρούσει και εν τέλει να μην υποκύψει στις πολυποίκιλες πιέσεις που θα ασκηθούν.

Αυτός είναι και ο λόγος που επιμένουμε πως, το βασικό πρόβλημα τώρα είναι η ανάγκη να μην αρκεστεί κανείς στα ταρατατζούμ, αλλά να υπάρξει παραγωγική μεταστροφή της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έτσι ώστε να αξιοποιηθεί ΤΩΡΑ η δυναμική που δημιουργείται στο περιβάλλον αυτής της συμφωνίας, για την καλύτερη δυνατή οχύρωση του διπλωματικοπολιτικού και γεωπολιτικού της αποτυπώματος, και ταυτόχρονα να επεκταθεί η διαδικασία ανάλογου «κλειδώματος» κυριαρχικών δικαιωμάτων, ΚΑΙ με την Αίγυπτο αλλά ΚΑΙ με την Κύπρο.

Κυρίως αυτός είναι ο λόγος που επιμένουμε πως -παράλληλα με όλα τούτα- η Ελλάδα θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει εκ θεμελίων την γεωπολιτική της περπατησιά, και πως η πολυπόθητη νίκη δεν θα προκύψει αν δεν συμφωνήσουμε πως μπροστά στην επικείμενη σύγκρουση, η Ελλάδα θα πρέπει να καταστεί δύναμη πρώτου στρατηγικού πλήγματοςδιότι μόνο έτσι μπορούν τα επιμέρους θετικά βήματα να μετουσιωθούν σε αδιαμφισβήτητα τετελεσμένα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου