Η Ρωσοτουρκική συνεργασία, ως μια συνύπαρξη διαδραστική και επί πολλών πεδίων εκπεφρασμένη, είναι μια σχέση με δυναμικό στρατηγικό αποτύπωμα. Ωστόσο, η πορεία της δεν είναι διόλου ευθύγραμμη, αφού στην εξέλιξή της, τροφοδοτεί ισχυρούς ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες μεταξύ των μερών, που επίσης έχουν στρατηγικό χαρακτήρα…
Η ίδια η συγκρότηση αυτής της συνεργασίας, είναι προϊόν των ιστορικών ευκαιριών που δημιουργεί ο φιλόδοξος σχεδιασμός μιας χειραφετημένης Τουρκίας, η οποία επιδιώκει να οικοδομήσει γύρω της ένα παράλληλο σύστημα πολλαπλών συμμαχιών, που να υπηρετεί αποτελεσματικά τις ηγεμονικές και περιφερειακές της φιλοδοξίες.
Το αυξημένο ειδικό βάρος μιας τέτοιας εξέλιξης, είναι προφανές και δεν αιτιολογείται μονάχα από το μεγάλο γεωπολιτικό μέγεθος της Τουρκίας. Έχει να κάνει κυρίως με την δεδομένη αποφασιστικότητά της να διαχειρίζεται αυτό το μέγεθος με τρόπο δυναμικό ως περιφερειακός δρων που δεν παρακολουθεί απλά, αλλά επιδιώκει να επιβάλει εξελίξεις. Και φυσικά σχετίζεται με την σύνθετη φυσιογνωμία που αφορά στην υπόσταση του ίδιου του νεο-οθωμανικού ηγεμονικού της προφίλ, η οποία ενσωματώνει μια ρεβανσιστική πολιτισμική επιθετικότητα που επιδιώκει να αποσυνθέσει την παραδοσιακή συνοχή του Αραβικού κόσμου και η οποία συνιστά στρατηγική απειλή για τις Δυτικές κοινωνίες στο σύνολό τους. Η Τουρκία τέλος, αποδεικνύει πως είναι μια δύναμη που δεν διστάζει να ενδυναμώνει την γεωπολιτική της χειραφέτηση, καταφεύγοντας σε πρακτικές που αποσταθεροποιούν την συνοχή των παραδοσιακών δυτικών συμμαχικών δομών, επενδύοντας στοχευμένα μεταξύ άλλων ΚΑΙ στις διαχρονικές αντιθέσεις τους. Φυσικά, κορυφαία παράμετρος είναι η γεωγραφική της θέση στο Ευρασιατικό σύστημα, στο οποίο αυτήν την στιγμή συντελείται μια νέα γεωπολιτική κοσμογονία.
Η Ρωσία λοιπόν δεν θα μπορούσε να προσπεράσει αυτήν την ιστορική ευκαιρία χωρίς να σηκώσει το γάντι. Αντιθέτως αυτό που όφειλε να κάνει, ήταν να προσπαθήσει να αξιοποιήσει επιλεκτικά ορισμένες κρίσιμες παραμέτρους της, άλλοτε ως όχημα για την διάχυση και ενδυνάμωση της γεωπολιτικής της παρουσίας σε περιφέρειες που παραδοσιακά απουσίαζε ή ασκούσε περιορισμένη επιρροή, και άλλοτε ως εργαλείο που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποδομήσει την...
παραδοσιακή συνοχή της Δυτικής Αρχιτεκτονικής και να προτρέψει μικρές περιφερειακές δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την παρουσία, τον ρόλο και το πλαίσιο των διακρατικών τους συμμαχιών, στο περιφερειακό γίγνεσθαι.Έτσι… Το πρώτο στοιχείο που έχουμε να παρατηρήσουμε στο περιβάλλον αυτής της στρατηγικής συνεύρεσης μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, είναι οι θεαματικές διαφορές στην εργαλειοθήκη αλλά και στην μεθοδολογία με την οποία διαχειρίζεται για λογαριασμό του το κάθε ξεχωριστό μέρος, τις ιδιαίτερες προκλήσεις που το αφορούν.
Η Ρωσία προσανατολίζεται κυρίως στην διαχείριση λεπτών, ασταθών και ευμετάβλητων ισορροπιών στο μέτωπο της επιθετικής Διπλωματίας (συνεπικουρούμενη βεβαίως και από περιορισμένη αλλά απολύτως στοχευμένη επιχειρησιακή δράση ήπιας σχετικά ισχύος) προσβλέποντας έτσι σε ένα σταδιακό «κλείδωμα» κεκτημένων, το οποίο διευρύνει δειλά και με ρυθμούς βασανιστικούς το γεωπολιτικό της αποτύπωμα (βλ. Συρία, Λιβύη) ενώ ο βασικός της προσανατολισμός παραμένει κατά βάσην επικεντρωμένος στην δημιουργία ενός ισχυρού προστατευτικού αναχώματος που προορίζεται να αντιμετωπίσει πιθανές προκλήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να απειλήσουν την Μητροπολιτική της ασφάλεια.
Πρόκειται για μια επιλογή κατά βάσην σωστή, αφού δεν εκθέτει τον Μητροπολιτικό της κορμό σε συγκρούσεις που ενδέχεται να αποβούν και αδιέξοδες, ενώ ταυτόχρονα δεν θέτει σε αμφισβήτηση τον συμπρωταγωνιστικό της ρόλο, στο πλαίσιο της κορυφαίας στρατηγικής σύγκρουσης, και εν όψει των ευρύτερων ανακατατάξεων που συντελούνται αναφορικά με την νέα ισορροπία ισχύος που τελεί υπό διαμόρφωση. Πρόκειται για μια επιλογή που της επιτρέπει να προβάλει ισχύ χωρίς όμως να την θέτει στην δοκιμασία της αμφισβήτησης, να παρατηρεί τις ανταγωνιστικές συμπεριφορές των φύσει και θέσει στρατηγικών της αντιπάλων, και να διαχειρίζεται με νηφαλιότητα την θέση και τους βηματισμούς της, στην κινούμενη άμμο των γεωστρατηγικών προσεταιρισμών, εάν θέλει να μεγιστοποιήσει το αποτέλεσμα στο περιβάλλον ενός ικανοποιητικού για την ίδια βάθους χρόνου και εύρους αντικειμένων.
Η Τουρκία από την άλλη μεριά, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα της διαχείρισης ισορροπιών. Επιδιώκει να τις αλλάξει. Επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει την θέση της στο περιφερειακό και στο διεθνές σύστημα και επιθυμεί να το επιτύχει, τροποποιώντας εκ θεμελίων ΚΑΙ τους όρους της σύγκρουσης αλλά ΚΑΙ τους κανόνες του παιχνιδιού.
Από αυτήν την άποψη, η Τουρκία ΔΕΝ είναι μια διαχειρίσιμη παρουσία στο περιβάλλον αυτής της στρατηγικής συμμαχίας. Είναι εξόχως απρόβλεπτη. Είναι απροκάλυπτα ενεργητική. Δεν επενδύει σε μια καθαρή και με συγκεκριμένη ταυτότητα διμερή ή πολυμερή σχέση. Δεν υποστέλλει την εθνική της ατζέντα στο όνομα της όποιας συμβατικής ή άλλης υπαναχώρησης. Και το σημαντικότερο όλων, είναι πως φροντίζει να θυμίζει καθημερινά και στους πάντες, το αδιαπραγμάτευτο των νεο-οθωμανικών της σχεδιασμών και επιδιώξεων.
Η Τουρκία επομένως, χωρίς να έχει διαρρήξει πλήρως τους στρατηγικούς της δεσμούς με τις δομές του Δυτικού κόσμου, επιδιώκει να έχει έναν ρόλο πρωταγωνιστικό σε μια νεότευκτη στρατηγική συμμαχία με τους Ρώσους (ενδεχομένως αύριο ΚΑΙ με τους Κινέζους), η οποία ξεδιπλώνεται στα όρια ενός γεωπολιτικού περιβάλλοντος που της διασφαλίζει πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ουσιαστικά όμως αυτό που συμβαίνει στην πράξη, είναι να επιβάλλει την παρουσία της ΚΑΙ στους δυό, κάνοντας μασάζ στις αδιέξοδες αυταπάτες τους και θερίζοντας πολλαπλά ωφελήματα από τις φρούδες προσδοκίες που επιμένουν ΚΑΙ οι δύο να συντηρούν.
Πρακτικά, η Τουρκία χρησιμοποιεί ως ξενιστή τις στρατηγικές ΚΑΙ των δυο, για να προωθήσει την δική της ανεξάρτητη και πολυμορφική γεωστρατηγική ατζέντα.
Και αυτή είναι μια πλευρά ιδιαιτέρως σημαντική, αφού όσο καθυστερημένα συνειδητοποιείται η κρισιμότητά της, τόσο πιο δυσκολοξεπέραστες θα είναι οι ανατροπές που αφήνει στο διάβα της.
Ήδη ο κατ’ αρχήν απολογισμός δεν είναι διόλου ευχάριστος…
Η τουρκική παρουσία έχει επιβληθεί στην Συρία και η ντε φάκτο επιβολή της, την έχει καταστήσει εκ των πραγμάτων κυρίαρχο του παιχνιδιού (αυτήν και όχι την Ρωσία) και καλό θα είναι να μην παραμυθιαζόμαστε με ευχολόγια και λοιπές αυταπάτες. Η ποιοτική αναβάθμιση και η περαιτέρω εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού, αναγορεύει την Τουρκία σε κρατικό εκβιαστή ολόκληρης της Ευρώπης, η οποία υποκύπτει αβασάνιστα σε αυτούς τους εκβιασμούς. Η κατάρρευση των Κουρδικών προσδοκιών, υπήρξε στρατηγικό πλήγμα για τις ΗΠΑ και όλα δείχνουν πως η επαπειλούμενη γενίκευση αυτής της κατάρρευσης σε όλο το εύρος της Κουρδικής ζώνης, σηματοδοτεί μη αναστρέψιμη ανατροπή που θα ανατροφοδοτήσει νέο κύκλο περιφερειακής αποσταθεροποίησης. Η παρουσία των Ρώσων στην περιοχή και η σχεδόν ολοκληρωτική εξάρτηση των Ρωσικών επιδιώξεων από την ανύπαρκτη καλή διάθεση της Τουρκίας, υποβαθμίζει μια μέχρι πρότινος κορυφαία στρατηγική πρόκληση, σε μια επί της ουσίας μάλλον συμβατική παρουσία.
Η απροκάλυπτη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην Λιβύη, όπως και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ στο οποίο επέβαλε και ντε φάκτο τροποποίηση των συνόρων… Ο επιθετικός εισοδισμός στην Ουκρανία… Το επιθετικό διπλωματικό παιχνίδι με το Κυπριακό και ο τρόπος με τον οποίο επανεισβάλει αυτοτελώς στην επιθετική Γεωπολιτική η Βρετανία… Είναι μερικά μόνο κρίσιμα περιστατικά τα οποία αν μη τι άλλο θα πρέπει να προβληματίσουν πολύ σοβαρά για τα μελλούμενα.
Η Τουρκία δεν αρκείται απλά στην προβολή ισχύος. Καταφεύγει και σε χρήση ισχύος και το κάνει χωρίς να υποχρεωθεί να λάβει τις πρέπουσες απαντήσεις… Προωθεί την δική της διμερή ατζέντα ακόμη και με τρόπο ανταγωνιστικό απέναντι σε παραδοσιακούς και νέους συμμάχους της και αυτό που εισπράττει είναι ανοχή και ενδεχομένως κάποιες δηλώσεις που ωστόσο δεν κρύβουν την ανησυχία αυτών που τις απευθύνουν. Χαρακτηριστική προς τούτο είναι και η δήλωση της εκπροσώπου του Ρωσικού ΥΠΕΞ η οποία αναφερόμενη στην συμφωνία Ουκρανίας και Τουρκίας για την παραγωγή κορβετών και μη επανδρωμένων μαχητικών αεροσκαφών για τον ουκρανικό στρατό, τόνισε πως: «Η Μόσχα ευελπιστεί ότι η στρατιωτικό-τεχνική συνεργασία μεταξύ Κιέβου και Άγκυρας δεν θα επηρεάσει αρνητικά την κατάσταση στο Ντονμπάς (Ανατολική Ουκρανία)».
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Ερντογάν ελίσσεται θαυμάσια και με επιθετικό πρόσημο σε όλο το εύρος των στρατηγικών του συμμαχιών επιβεβαιώνοντας ότι το νεο-οθωμανικό του όραμα ανταγωνίζεται τους πάντες, αλλά την ίδια στιγμή όλα δείχνουν πως έχει απόλυτη ανάγκη από την ιδιαίτερη στήριξη και φυσικά την ανοχή τους, που του εξασφαλίζουν πολύτιμο χρόνο αλλά και μια πλειάδα τετελεσμένων στο περιβάλλον του ευρύτερου ζωτικού του ενδιαφέροντος.
Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τους πάντες, και αυτή η διαπίστωση δεν αλλάζει από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που μπορεί να παρατηρήσει κανείς ορισμένες φορές στο πλαίσιο αυτού του ιδιότυπου και διαρκούς μπρα ντε φερ, πότε επί του πεδίου με τους Ρώσους και πότε στο επίπεδο των λεονταρισμών και των βαρύγδουπων διπλωματικών δηλώσεων με τους Αμερικανούς.
Οι αυταπάτες πως οι σύμμαχοί του «τον κρατούν» με στοιχεία που παραπέμπουν σε τραπεζικές ατασθαλίες (βλέπε Halkbank) και σε προσωπικά οικονομικά σκάνδαλα, καλό θα είναι να σταματήσουν να φουσκώνουν τα μυαλά των αναλυτών. Η ομηρία Ερντογάν είναι δεδομένη ως προς αυτά, τόσο από τους Ρώσους όσο και από τους Αμερικανούς, αλλά το ειδικό της βάρος στην τουρκική κοινωνία, είναι απειροελάχιστο και ο ίδιος δεν το υπολογίζει. Για την Τουρκική κοινωνία άλλα πράγματα μετρούν και διαφορετικά δέλεαρ είναι αυτά που μπορούν να την αφιονίζουν.
Όποιος από τους δύο λοιπόν και να παίξει το παιχνίδι της εργαλειοποίησης των αποκαλύψεων για το βρώμικο παρασκήνιο Ερντογάν, είναι βέβαιο πως δεν θα το «κάψει» για να εξυπηρετηθούν κοντόφθαλμες επιδιώξεις. Θα το κάνει μονάχα για να διασφαλίσει την τελική του υποστηρικτική στάση, όταν στην ζυγαριά της Γεωπολιτικής θα πρέπει να αποτυπωθούν συγκεκριμένες ισορροπίες.
Ο Ερντογάν το γνωρίζει αυτό και φαίνεται ότι θα επιδιώξει να «πουλήσει» το χρηστικό του αντίβαρο, πολύ ακριβά, με τους δικούς του όρους και μόνο στο πεδίο της γεωπολιτικής για να μπορέσει να προσπορίσει έτσι και τα δικά του ιδιαίτερα οφέλη.
Σε κάθε περίπτωση τα πάντα συνηγορούν ότι, περισσότερο τον χρειάζονται και οι δυο και λιγότερο έχουν την δυνατότητα να τον εκβιάσουν. Προτιμούν να τον διαχειρίζονται ελεγχόμενα (αυτό πιστεύουν) μέχρι την κρίσιμη στιγμή που θα αποφασίσουν να αναλάβουν ευρύτερες πρωτοβουλίες για να τον βάλουν στο χέρι μαζί με την προίκα του. Η εξίσωση αυτή είναι δύσκολη. Και η διαχείρισή της σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζεται με αυτά που αφήνουν να έρθουν στο φως της δημοσιότητας, τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Αμερικανοί.
Το κρίσιμο ζήτημα, είναι η πρωτοβουλία των κινήσεων...
Και αυτή σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι ανήκει στον Ερντογάν. Τροφοδοτεί το θράσος του... Τους τυχοδιωκτισμούς του… Την επιθετικά διεισδυτική εξωτερική πολιτική στην οποία καταφεύγει για να τροποποιήσει τους όρους και τους κανόνες του παιχνιδιού, ακόμη και με πισώπλατα μαχαιρώματα σε παλιούς και νέους συμμάχους.
Δεν τίθεται λοιπόν ζήτημα για το ενδεχόμενο «μοιραίο λάθος» του Ερντογάν που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει την εκδικητική οργή αυτών που τον αβαντάρισαν και έγιναν ηθελημένα ή αθέλητα παράμετροι επιτυχούς έκβασης των τυχοδιωκτισμών του. Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο τον αντιμετωπίζουν και ενσωματώνουν στην δική τους στρατηγική τα τυχοδιωκτικά δεκανίκια που τους προσφέρει, είναι αυτός που μετατρέπει σε πλεονεκτήματα ακόμη και τις πιο ακραίες και τυχοδιωκτικές του συμπεριφορές.
Αυτό είναι που πρέπει ν αλλάξει. Η συζήτηση για το πιθανό «μοιραίο λάθος» του Ερντογάν, αποκοιμίζει. Αυτή η συζήτηση θα πρέπει να μετατοπιστεί στην ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι πάντες ότι ο νεο-οθωμανισμός που μεταλαμπάδευσε η περίοδος Ερντογάν στην Τουρκία του 21ου Αιώνα, είναι η πραγματική απειλή και αφορά τους πάντες. Μια τέτοια Τουρκία δεν εμπίπτει σε καθεστώς στρατηγικής εργαλειοποίησης, γιατί απλούστατα μια τέτοια Τουρκία δεν εργαλειοποιείται. Στοχοποιείται...
Αυτή η Τουρκία απαιτεί ολοκληρωμένο σχεδιασμό στρατηγικής αντιμετώπισης, που θα την αποκόψει πλήρως από τους φυσικούς και εν δυνάμει συμμάχους της και θα ακυρώσει στο σύνολό τους τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες.
Απέναντι σε μια τέτοια Τουρκία, η επιδίωξη πρώτης και ύψιστης προτεραιότητας, είναι η αυστηρή περιχαράκωσή της στα όρια της Λωζάνης και οι ευθύνες που επωμίζεται η πατρίδα μας αναφορικά με την προώθηση αυτού του στόχου, είναι πραγματικά ιστορικές, αλλά και βαριές για να τις σηκώσουν στους ώμους τους, αυτοί που μετά το φτύσιμο των προηγούμενων ημερών, έσπευσαν χθες στην παρωδία του 61ου γύρου και αύριο στην φαρσοκωμωδία της πενταμερούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου