Τα αποσπάσματα που ακολουθούν, είναι από το βιβλίο των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέμπερτ Μ. Μορέ με τίτλο: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ». Τα κεφάλαια απ' όπου πάρθηκαν τα αποσπάσματα, αφορούν την περίοδο της συγχρονισμένης καπιταλιστικής κρίσης 1929 - 1933, την πολιτική του «New Deal» που εφάρμοσε με την εκλογή του στην Προεδρία των ΗΠΑ (1933) ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Φ. Ρούζβελτ, την προσωρινή αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας, μέχρι τη νέα κρίση το 1937 και την προετοιμασία του αμερικανικού κεφαλαίου να συμμετάσχει στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που συνδέθηκε με το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης και την ανέλιξη των ΗΠΑ στην πρωτοκαθεδρία της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας…
Ανεργοι και άστεγοι σχηματίζουν μεγάλη ουρά σε συσσίτιο στη Νέα Υόρκη |
Στα τέλη του Οκτώβρη του 1929 η σαπουνόφουσκα έσκασε. Το σύμβολο ήταν η κατάρρευση του χρηματιστηρίου, όταν σχεδόν 25 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετοχές εξαφανίστηκαν μέσα σε μία νύχτα.
Στην πραγματικότητα, οι αιτίες βρίσκονταν αλλού. Τα μεγάλα μονοπώλια, επιδιώκοντας αύξηση των ήδη διογκωμένων κερδών τους, επέκτειναν τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις και αύξησαν την παραγωγή σε τέτοιο βαθμό, ώστε δημιουργήθηκε υπερπαραγωγή στα παραγωγικά προϊόντα (μηχανές, εργοστάσια, σίδηρος και χάλυβας) και στα καταναλωτικά αγαθά (βαμβάκι, σιτάρι, υφάσματα), όλα σε βάρος του αμερικανικού λαού.
Ενώ οι εργοδότες κρατούσαν στάσιμους τους μισθούς των περισσότερων Αμερικανών κάτω από το κατώτερο δυνατό επίπεδο που επιτρέπει την ικανοποίηση των βασικών αναγκών της ζωής, πίεζαν τους εργάτες τους να εντατικοποιούν την παραγωγή και με αυτόν τον τρόπο παρήγαν όλο και περισσότερα με όλο και μικρότερο κόστος. Αποτέλεσμα της εντατικοποίησης και της πολιτικής των χαμηλών μισθών ήταν η κατακόρυφη άνοδος των κερδών για την εργοδοσία (...)
Υπήρχαν τρόφιμα, αλλά οι άνθρωποι πεινούσαν
Η κρίση του 1929, όπως και οι κρίσεις του 1873, του 1884, του 1893, του 1907 και του 1921, ήταν το αποτέλεσμα της εγγενούς αντίθεσης μιας βιομηχανίας που λειτουργούσε κοινωνικά, αλλά ήταν ιδιωτική. Μιας οικονομίας που στηριζόταν στους πολλούς που αμείβονταν με λίγα και ανήκε στους λίγους που έπαιρναν σχεδόν τα πάντα.
Γι' αυτόν το λόγο η ίδια η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα δήλωνε σύντομα στην περίφημη αναφορά TNEC για τα μονοπώλια: «Δεν μπορούσε να κατασκευαστεί τελειότερος μηχανισμός δημιουργίας οικονομικών κρίσεων ή για να γίνονται οι φτωχοί φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι».
Ετσι, η τεράστια οικονομία της χώρας, τα εργοστάσια, οι βιομηχανίες, τα ορυχεία, τα καταστήματα, οι μεταφορές και η διανομή σταμάτησαν με...
Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε περίπου στο 50%. Το 1933 υπήρχαν παντού από 12 μέχρι 17 εκατομμύρια άνεργοι. Υπήρχαν τρόφιμα, χιλιάδες τόνοι. Ομως, οι άνθρωποι πεινούσαν καθώς τα προϊόντα καταστρέφονταν ή αφήνονταν να σαπίσουν γιατί δεν μπορούσαν να πουληθούν με κέρδος. Υπήρχαν ρούχα, γεμάτες αποθήκες, αλλά εκατομμύρια άνθρωποι έτρεμαν από το κρύο όσο βάθαινε η κρίση. Τα ρούχα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να προσφέρουν ζεστασιά γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν λεφτά να τ' αγοράσουν.
Υπήρχαν ζεστά σπίτια, πολλές χιλιάδες άδεια σπίτια, καθώς οι εξώσεις άφηναν χιλιάδες μέσα στο κρύο, στη βροχή, στον άνεμο και στο χιόνι. Εμεναν σε καλύβες από τρύπιο πισσόχαρτο, στις Χούβερβιλ, που χτίζονταν σε σκουπιδότοπους και από τότε έγιναν συνηθισμένο θέαμα στη χώρα.
Ουρές ανέργων, τσακισμένοι μισθοί
Ενώ οι ουρές των ανέργων για ψωμί και μήλα αυξάνονταν, οι ηγέτες της χώρας δεν πτοούνταν. Οι μεγάλοι στοχαστές και πολιτικοί της επιχείρησης, του κεφαλαίου και της βιομηχανίας συμφωνούσαν απόλυτα ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Λίγο πριν από την κρίση ο Πρόεδρος Χούβερ είχε δηλώσει: «Στην Αμερική του σήμερα βρισκόμαστε πιο κοντά στον τελικό θρίαμβο πάνω στη φτώχεια απ' ό,τι οποιαδήποτε χώρα σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Τα πτωχοκομεία εξαφανίζονται από τη χώρα μας».
(...) Ενας από τους κύριους σταυροφόρους της χώρας κατά του κομμουνισμού, ο Αντριου Μέλον, «ο σπουδαιότερος υπουργός Οικονομικών από την εποχή του Αλεξάντερ Χάμιλτον», στις 5.5.1931 δήλωσε ότι δεν έπρεπε να γίνονται περικοπές μισθών στη βιομηχανία. Την 1η Οκτώβρη του ίδιου χρόνου μείωσε κατά 10% τους μισθούς των χιλιάδων εργαζομένων στην «Aluminum Company» που έλεγχε.
Στις 18.3.1931 ο Χένρι Φορντ, ο οποίος είχε ξοδέψει εκατομμύρια στον αγώνα ενάντια σε ό,τι ονόμαζε «εβραϊκή συνωμοσία», δήλωσε ότι η κρίση οφειλόταν στο γεγονός πως «ο μέσος άνθρωπος δεν κάθεται να κάνει τη δουλειά μίας μέρας, εκτός αν τον στριμώξεις και δεν μπορεί να ξεφύγει. Υπάρχει πολλή δουλειά για όσους θέλουν να δουλέψουν». Λίγες βδομάδες αργότερα έκλεισε το συγκρότημα «Ford» πετώντας στο δρόμο 75.000 εργάτες.
Τη 1.12.1930 ο Τσαρλς Μ. Σουάμπ, ηγέτης της βιομηχανίας του χάλυβα και αδιάλλακτος αντίπαλος των συνδικάτων, δήλωσε: «Ξέρω ότι η κανονική πορεία μας είναι προς τα πάνω και μπροστά». Οχι πολύ αργότερα, η «Μπένθλεεμ» και η «US Steel» ανακοίνωσαν περικοπές στους μισθούς κατά 10%. Το Νοέμβρη του 1930 ο Αλφρεντ Π. Σλόαν ο νεότερος, πρόεδρος της «General Motors» και μαχητικός υποστηρικτής των ανοιχτών προσλήψεων, είπε: «Δεν βλέπω το λόγο γιατί να μην είναι το 1931 μια εξαιρετικά καλή χρονιά». Οταν ο χρόνος μπήκε, ανακοίνωσε μείωση των μισθών κατά 10% - 20%.
Ιστορίες πόνου και συντετριμμένων ελπίδων
Το 1932 υπήρχαν 10 εκατομμύρια άνεργοι (...) Το 1933 το 1/3 του πληθυσμού, 40.000.000 άντρες, γυναίκες και παιδιά, ζούσαν χωρίς καθόλου εισόδημα. Ο καθένας έκρυβε από μια ιστορία πόνου και συντετριμμένων ελπίδων. Ισως τα παιδιά υπέφεραν περισσότερο. Τον Αύγουστο του 1932, σύμφωνα με το Γραφείο Παιδιών του υπουργείου Εργασίας, 200.000 από αυτά περιφέρονταν στη χώρα κι έψαχναν για τροφή. Ο ίδιος ο Πρόεδρος Χούβερ δήλωσε ότι «τουλάχιστον 10.000.000 παιδιά της χώρας υποφέρουν από έλλειψη τροφής».
(...) Εκατοντάδες μικροί επιχειρηματίες αυτοκτονούσαν γιατί οι δουλειές τους έπεφταν έξω. Ομως, η μεγάλη επιχείρηση ανερχόταν σταθερά, όπως επισήμανε ο Πρόεδρος Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ στο Κογκρέσο το 1938: «Σε καιρούς οικονομικής κρίσης, η μεγάλη επιχείρηση βρίσκει την ευκαιρία να γίνει ακόμα μεγαλύτερη σε βάρος των μικρότερων ανταγωνιστών».
Χιλιάδες άντρες δοκίμαζαν το παλιό συναίσθημα του αποτυχημένου, τις ενοχές ότι ήταν προσωπικά υπεύθυνοι για τη συμφορά που βρήκε το έθνος. Κάθονταν σιωπηλοί μέσα στις κουζίνες - όπως οι παππούδες τους στην κρίση του 1873 - και μέσα τους σιγόβραζε η μανία της απελπισίας. Χιλιάδες νέα ζευγάρια επέστρεφαν στα σπίτια των γονιών τους, οι οποίοι ήταν κι εκείνοι συχνά άνεργοι. Συνηθισμένο θέαμα σε εποχές κρίσεων ήταν να βλέπεις στα σπίτια ανθρώπους να κοιμούνται σε σαλόνια, κουζίνες, στο πάτωμα και γενικά παντού.
«Για ν' αγοράσει ένας αγρότης μια καλή οδοντόβουρτσα», έλεγε ο Τζον Α. Σίμσον, πρόεδρος της Εθνικής Ενωσης Αγροτών, το 1932, «πρέπει να πουλήσει 8 δωδεκάδες αυγά, και πάλι θα χρωστάει 2 σεντς. Ενας αγρότης πρέπει να πουλήσει 20 κιλά βαμβάκι για ν' αγοράσει ένα καλό πουκάμισο».
Στις 4.4.1932 ο γερουσιαστής Χιούι Λονγκ από τη Λουιζιάνα είπε στη Γερουσία ότι 504 πολυεκατομμυριούχοι κέρδιζαν περισσότερα χρήματα το 1929 απ' ό,τι 2.300.000 αγρότες μαζί που καλλιεργούσαν σιτάρι και βαμβάκι. Γίνονταν χιλιάδες κατασχέσεις αγροτικών περιουσιών και αγροτικές οικογένειες ξεσπιτώνονταν. Οι τράπεζες και οι εταιρείες παροχής δανείων μίσθωναν τρακτέρ και τα έστελναν να καταστρέψουν τα υποστατικά μπροστά στα μάτια των δύστυχων πρώην ιδιοκτητών. Οι αγρότες έπαιρναν τους δρόμους μέσα στα σαραβαλιασμένα αμάξια τους φορτωμένα με τα φτωχικά τους έπιπλα. Αλλοι πήγαιναν στο πουθενά, άλλοι τραβούσαν για την Καλιφόρνια.
Το κεφάλαιο χρειάζεται «έξτρα» βοήθεια...
Μερικές φορές ολόκληρη η χώρα έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν στους δρόμους γυρεύοντας δουλειά κι ένα χορταστικό πιάτο φαΐ. Κοκαλιάρικα παιδιά κοιτούσαν έξω από ετοιμόρροπα αυτοκίνητα τους τυχερούς ανθρώπους που είχαν σπίτι και φαγητό. Στα φορτηγά τρένα στριμώχνονταν στρατιές νέων. Αφηναν τα διαλυμένα σπίτια τους, γύριζαν όλη τη χώρα και ζούσαν σε πρόχειρες παράγκες ή σε άδεια βαγόνια. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι που είχαν τελειώσει το σχολείο βρέθηκαν σε πολύχρονη, εξαρθρωτική ανεργία.
(...) Η μέθοδος με την οποία αντιμετώπιζε την κρίση ο Πρόεδρος Χούβερ ήταν να διορίζει επιτροπές και υποεπιτροπές. Δεν έπαιρνε μέτρα για να βοηθήσει τους ανέργους, υποστήριζε τις περικοπές στους μισθούς καθώς και την «κλιμακωτή εργασία», δηλαδή τη μερική απασχόληση, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Αισθανόμενος ότι οι εργοδότες ήταν εκείνοι που χρειάζονται βοήθεια, οργάνωσε τον Οργανισμό Χρηματοδότησης της Ανασυγκρότησης (RFC), ο οποίος δάνεισε 2 δισεκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα των φορολογούμενων πολιτών στη βιομηχανία και στο εμπόριο στηριζόμενος στη θεωρία ότι η δική τους ευημερία θα «κυλούσε προς τα κάτω», προς το λαό. Δεν κύλησε...
(...) Η οικονομική κρίση έμοιαζε με κάποια φυσική καταστροφή, κάτι σαν πλημμύρα, τυφώνα ή θύελλα, που αφάνιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Κάπως έτσι αποτυπώθηκε στο μυαλό του κοινού ανθρώπου. Ομως, αντίθετα με τη θύελλα, η κρίση δεν κόπαζε. Συνεχιζόταν χρόνο με το χρόνο, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, έπαιρνε όλο και νέες διαστάσεις, βάθαινε όλο και πιο πολύ, στερούσε δουλειές και στέγη, πετούσε εκατομμύρια αστέγους στους δρόμους.
Εξαπλώθηκε στη Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη, παγίδευσε ολόκληρες χώρες και ηπείρους, την περήφανη Αυτοκρατορία της Μ. Βρετανίας, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία, τα Βαλκάνια, ολόκληρη την Αφρική και την Ασία. Η παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε κατά 42%, ενώ το παγκόσμιο εμπόριο κατά 65%. Υπήρχαν 50.000.000 άνεργοι σε όλο τον κόσμο.
(Συνεχίζεται...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου